- περιπλανώμαι
- περιπλανῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και περιπλανιέμαι Νπορεύομαι ή περιφέρομαι εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπό («σαν άδικη κατάρα περιπλανάται μόνος του σκοτάδι στο σκοτάδι», Βαλαωρ.)νεοελλ.1. χάνω τον δρόμο μου, τον προσανατολισμό μου, παρεκκλίνωνεοελλ.-μσν.1. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος»α) θρυλικό πρόσωπο, καταδικασμένο σε αιώνια περιπλάνηση, που φέρει διάφορα ονόματα στις ποικίλες παραλλαγές τής δημιουργημένης παράδοσηςβ) άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς ποτέ να ησυχάζει2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περιπλανώμενοιεκκλ. ονομασία που δόθηκε στους αιρετικούς τής Σουαβίας οι οποίοι εμφανίστηκαν το 1248 και καταργούσαν κάθε εξουσία τής Εκκλησίαςμσν.-αρχ.(σπάν. το ενεργ.) περιπλανῶ, -άωκάνω κάποιον να περιπλανάται, να περιφέρεται εδώ κι εκεί χωρίς συγκεκριμένο σκοπόαρχ.1. μτφ. α) ανεμίζω γύρω από κάποιον, όπως ανέμιζε η λεοντή γύρω από το σώμα τού Ηρακλέουςβ) ενεργώ με περιστροφές, με πλάγιο τρόπο2. φρ. «περιπεπλανημένα μέτρα» — αντικανονικά, παράνομα μέτρα.
Dictionary of Greek. 2013.